χόρταση

χόρταση
η, Ν
χορτασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. χόρτασα τού χορταίνω + κατάλ. -η. Η λ., στον λόγιο τ. χόρτασις, μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χόρταση — η χόρτασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορτάσῃ — χορτάζω feed aor subj mid 2nd sg χορτάζω feed aor subj act 3rd sg χορτάζω feed fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτασίλα — η, Ν χορτασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρταση + κατάλ. ίλα (πρβλ. σκασ ίλα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”